- φαρδίνι
- το(λ. αγγλ.), αγγλικό χάλκινο κέρμα ίσο με το τέταρτο της αγγλικής πένας (ή 1/48 του σελινιού).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φαρδίνι — το, Ν παλαιότερο αγγλικό κέρμα ισοδύναμο με το 1/4 τής πένας ή το 1/48 τού σελινίου, το οποίο κόπηκε για πρώτη φορά στη Σκωτία από τον Αλέξανδρο Γ . [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. farthing] … Dictionary of Greek